Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το βραχιόλι

См. также в других словарях:

  • βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • βραχιόλι — το κόσμημα που φοριέται στον καρπό του χεριού: Της χάρισε χρυσό βραχιόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδοψέλιον — και ποδοψέλλιον και ποδόψελον, τὸ, Α βραχιόλι για το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψέλιον «βραχιόλι»] …   Dictionary of Greek

  • χειροψέλλιον — τὸ, ΜΑ μσν. σιδερένιο στρατιωτικό γάντι αρχ. βραχιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ψέλ(λ)ιον «σιδερένιο βραχιόλι»] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αμφιδέα — ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι 1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι 2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους …   Dictionary of Greek

  • βέρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1885. Τo αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,7 από τον Ήλιο. * * * η το δαχτυλίδι του αρραβώνα.… …   Dictionary of Greek

  • βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… …   Dictionary of Greek

  • βραχιονιστήρας — ο (Α βραχιονιστήρ) νεοελλ. [βραχίων] 1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα 2. περιβραχιόνιο αρχ. βραχιόλι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»